- διάνοικτος
- -η, -οεντελώς ανοιχτός, ορθάνοιχτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < διανοίγω. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Γρηγ. Ξενόπουλο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ανοιχτός — ή, ό (AM ἀνοικτός, ή, όν) ο ανοιγμένος, αυτός που δεν είναι κλειστός νεοελλ. 1. ο ελεύθερος, ο δίχως εμπόδιο 2. ο πλατύς ή αυτός που έχει πλατύ ορίζοντα 3. (για καταστήματα, υπηρεσίες) αυτός που βρίσκεται σε λειτουργία, που δεν αργεί 4. (για… … Dictionary of Greek